- πλόκιμος
- -ον, Ακατάλληλος για πλέξιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλόκος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. τρόχ-ιμος, φρόν-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλόκιμον — πλόκιμος for plaiting masc/fem acc sg πλόκιμος for plaiting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek